- οξυλάλος
- ὀξυλάλος, -ον (Α)1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος2. ετοιμόλογος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ-λάλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξυλάλον — ὀξυλάλος glib of tongue masc/fem acc sg ὀξυλάλος glib of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek